υαλοειδής

υαλοειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή
1. που μοιάζει με γυαλί, ο διαφανής σαν το γυαλί.
2. το ουδ. ως ουσ., υαλοειδές διαφανές και σφαιροειδές σώμα πίσω από το φακό του ματιού, που κατέχει τα δύο τρίτα της κοιλότητας του βολβού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑαλοειδής — like glass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υαλοειδής — ές / ὑαλοειδής, ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανής νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα» ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός τού ματιού μεταξύ τού… …   Dictionary of Greek

  • ὑαλοειδῆ — ὑαλοειδής like glass neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑαλοειδής like glass masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδεῖ — ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδές — ὑαλοειδής like glass masc/fem voc sg ὑαλοειδής like glass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδοῦς — ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδέες — ὑαλοειδής like glass masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • υαλίνωση — η, Ν ιατρ. υαλοειδής εκφύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyalinosis (< υάλινος)] …   Dictionary of Greek

  • υαλινοποίηση — η, Ν ιατρ. υαλίνωση, υαλοειδής εκφύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. hyalinization < hyaline (< υάλινος) + κατάλ. ization, η οποία αποδόθηκε στην Ελληνική με το ποίηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”